- κλειδόχορδο
- τοπαλαιό μουσικό όργανο το οποίο είχε θεωρηθεί ως ο πρόγονος τού πιάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -χορδο (< χορδή), πρβλ. βαθύ-χορδο, βαρύ-χορδο. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. clavecin. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδόχορδον, μαρτυρείται από το 1844 στον Άνθιμο Νικολαΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.